- παρθενί
- παρθενίςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παρθένι — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στα BΔ του Αλιβερίου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Παναγία… … Dictionary of Greek
Παρθενί — Παρθενίς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέρος — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… … Dictionary of Greek
λερός — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… … Dictionary of Greek
Αϊβαλιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από το Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας. 1. Αγγελής (1770 – 1825). Πρόσφυγας μετά την καταστροφή της πατρίδας του στην Ύδρα. Σκοτώθηκε πολεμώντας στο Νεόκαστρο. 2. Αθανάσιος (1810 – 1850). Διακρίθηκε στην εκστρατεία… … Dictionary of Greek
Ιμβριώτης, Γιάννης — (Αϊβαλί 1897 – Αθήνα 1979). Καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Τέλειωσε το γυμνάσιο στην ιδιαίτερη πατρίδα του και λίγο πριν από τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της.… … Dictionary of Greek
Μουχλί ή Μούχλη — Μεσαιωνική πόλη της Αρκαδίας με οχυρό, τα ερείπια του οποίου σώζονται έως σήμερα σε όρος ανάμεσα στα βουνά Παρθένι και Αρτεμίσιο, στα ΒΔ του Αχλαδόκαμπου. Η πόλη και το φρούριο του Μ. ιδρύθηκαν γύρω στα τέλη του 13ου αι., αφού οι Βυζαντινοί είχαν … Dictionary of Greek